- πεδίλωση
- η1. προσαρμογή πέδιλων.2. κατασκευή πελμάτων κατά τη θεμελίωση κτιρίου: Πεδίλωση της οικοδομής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεδίλωση — η η ενέργεια τού πεδιλώνω, η προσαρμογή πέδιλου σε ένα αντικείμενο («πεδίλωση σφαίρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιλώνω. Η λ. στον λόγιο τ. πεδίλωσις μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek